- απόκρυφος
- -η, -ο (AM ἀπόκρυφος, -ον)Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός2. ο άρρητος, ο εσωτερικός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφαψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνεςμσν.- νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μυστικό (ή τα μυστικά)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα απόκρυφα (μέρη)τα γεννητικά όργανααρχ.-μσν.απρόσιτος στους πολλούς ανεξήγητοςαρχ.1. «απόκρυφα γράμματα» ή «απόκρυφα σύμβολα» — τα ιερογλυφικά2. «απόκρυφοι μύσται» — οι μυημένοιII. επίρρ. απόκρυφα (AM ἀπόκρύφως)μυστικά.
Dictionary of Greek. 2013.